- φοξίχειλος
- φοξίχειλος [pron. full] [ῐ], ον,A narrowing towards the lip, narrower at the brim than below,
κύλιξ Semon.27
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κύλιξ Semon.27
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φοξίχειλος — narrowing towards the lip masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοξίχειλος — ον, Α (για αγγείο) αυτός που έχει στενά χείλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοξός «μυτερός, οξύς» + χεῖλος. Η μορφή τού τ. φοξίχειλος είναι δυσερμήνευτη και πιθ. η ορθή ανάγνωση τού τ. είναι φοξὴ χεῖλος] … Dictionary of Greek